αναρριχητικός

αναρριχητικός
η , ό[ν]
1) карабкающийся, взбирающийся; 2) вьющийся, ползучий (р растениях);

§ αναρριχητικά πτηνά зоол — лазящие птицы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναρριχητικός" в других словарях:

  • αναρριχητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναρρίχηση 2. αυτός που αναρριχάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα να αναρριχιέται, να σκαρφαλώνει: Υπάρχουν αρκετά αναρριχητικά φυτά· το πιο γνωστό απ αυτά είναι ο κισσός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… …   Dictionary of Greek

  • αναρρίχηση — η (Α ἀναρρίχησις) το σκαρφάλωμα νεοελλ. 1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί 2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός] …   Dictionary of Greek

  • γλιτσίνα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία βισταρία η σινική.Είναι αναρριχητικός θάμνος της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών. Κατάγεται από την Κίνα. Η αντοχή, η ευρωστία και η εντυπωσιακή ανθοφορία της καθιστά τη γ. χρήσιμη στους κήπους ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»